Η ξιφασκία υπάρχει σαν άθλημα εδώ και 4.000 χρόνια. Αυτό μας το μαρτυρούν πολλά αρχαία έργα τέχνης που αναπαριστάνουν ξιφομάχους με μάσκες να ξιφομαχούν. Η ξιφασκία ήταν γνωστή στην αρχαία Ελλάδα, την Κίνα και την Αίγυπτο. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν τους Αρκάδες «πατέρες» της οπλομαχίας. Η ξιφασκία αναβαθμίστηκε σαν άθλημα στα τέλη του 19ου αιώνα. Βλέπουμε την παλαιότερη γνωστή ξιφομαχία σε ανάγλυφο του ναού του Medinat Habu, κοντά στο Λούξορ της Αιγύπτου. Στα Ρωμαϊκά χρόνια οι σκλάβοι ή οι αιχμάλωτοι πολέμων, μονομαχούσαν για τη ζωή τους και την ελευθερία τους στις αρένες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Βασικό ρόλο είχε η επιδεξιότητα στη χρήση του ξίφους για αρκετούς αιώνες, τόσο στον πόλεμο όσο και στην καθημερινή ζωή ενός ευγενούς.
Οι πρώτοι όμιλοι ξιφασκίας εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα σε όλη την Ευρώπη με πιο ονομαστό τον Σύλλογο του Αγίου Μάρκου του Λέβενμπεργκ την λειτουργία του οποίου ενέκρινε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος το 1480 στην Φρανκφούρτη. Οι πρώτοι κανονισμοί του αθλήματος της ξιφασκίας έκαναν την εμφάνισή τους το 1474 μ.Χ. στην Ισπανία, ενώ το 1780 μ.Χ. προστέθηκε στον εξοπλισμό του αθλητή και η μάσκα για την κάλυψη του προσώπου πράγμα που μέχρι τότε θεωρούσαν θηλυπρεπές και προσβλητικό.
Τα πρώτα ελαφρά ξίφη εμφανίζονται από τους Ιταλούς τον 16ο αιώνα οι οποίοι, παρατηρώντας τη σχέση της αιχμής με την ακμή, έφτιαξαν ξίφη μονομαχίας πολύ ελαφριά, εύχρηστα, λεπτά και απλά. Χάρη στο μήκος του και το ζύγισμά του το όπλο αυτό είχε τη δυνατότητα να κρατά τον επιτιθέμενο σε μεγάλη απόσταση από τον αντίπαλο. Κατά τη διάρκεια των αγώνων οι ξιφομάχοι μετακινούνταν κυκλικά ο ένας σε σχέση με τον άλλον, επιδιώκοντας να βρεθούν σε πλεονεκτικές θέσεις οι οποίες επιλέγονταν σε σχέση με το σχήμα του δαπέδου και τον φωτισμό.
Υπάρχουν τρία είδη όπλων, το ξίφος ασκήσεως, το ξίφος μονομαχίας και η σπάθη.
Το ξίφος ασκήσεως (foil) είναι το ελαφρύτερο από τα 3 είδη σπαθιών.
Το ξίφος της μονομαχίας (epee) είναι ο απόγονος του ξίφους που χρησιμοποιούσαν στις αρχαίες μονομαχίες.
Η σπάθη (sabre) αποτελλεί την παραλλαγή του σπαθιού του ιππικού και μέχρι πρόσφατα το χρησιμοποιούσαν μόνο άνδρες.
Η ξιφασκία ήταν ένα από τα εννέα αγωνίσματα των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, στην Αθήνα. Στην Ελλάδα πρώτος δάσκαλος της ξιφασκίας αναφέρεται ο Μίλλερ, ο οποίος δίδασκε ξιφασκία στη ΣΣΕ, ενώ το πρώτο αθλητικό σωματείο ξιφασκίας ιδρύθηκε στη χώρα μας το 1888. Έκτοτε η πορεία του αθλήματος ήταν ανοδική και το 1972 ιδρύθηκε πλέον η Ελληνική Ομοσπονδία Ξιφασκίας.
Αγώνες ξιφασκίας στο Ζάππειο, Λεύκωμα Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων 1896, Φωτογράφος: Albert Meyer, Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη Πηγή: www.lifo.gr
Tο άθλημα της ξιφασκίας θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα παιχνίδι σκακιού. Οι αθλητές κατά τη διάρκεια του αγώνα εφαρμόζουν σχέδια στρατηγικής κινήσεων ενώ παράλληλα εξασκούν τις ικανότητές τους σωματικές, πνευματικές και τεχνικές για να ακουμπήσουν τον αντίπαλό τους με την άκρη του σπαθιού τους έχοντας πάντα στο μυαλό τους τον ιδανικό τρόπο άμυνας.